- αποβλάπτω
- ἀποβλάπτω (Α)1. καταστρέφω εντελώς2. (-ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποβλάπτει — ἀποβλάπτω ruin utterly pres ind mp 2nd sg ἀποβλάπτω ruin utterly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλαφθεῖσαν — ἀποβλάπτω ruin utterly aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλαφθείς — ἀποβλάπτω ruin utterly aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλάπτωσι — ἀποβλάπτω ruin utterly pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek